- αμμόμετρο
- τοόργανο για τη μέτρηση τού χρόνου με άμμο, το αμμωτό*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ἄμμος + μέτρο(ν), χρησιμοποιήθηκε δε για πρώτη φορά από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, το 1867].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.